Εισαγωγή
Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά τις αρχές του 21ου αι., πληθαίνουν σημαντικά τα δεδομένα που προκύπτουν από την αρχαιολογική έρευνα και αφορούν στην κεραμική της βυζαντινής εποχής από πολυάριθμες θέσεις στη Μεσόγειο και ειδικότερα από τον ελλαδικό χώρο. Μετά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., όταν δημοσιεύτηκαν οι πρώτες βασικές μελέτες για την αρχαιολογική πραγμάτευση του σχετικού υλικού, με κατηγοριοποίηση των βασικών κατηγοριών βυζαντινής κεραμικής[1], η συστηματικότερη ενασχόληση με αυτόν τον τομέα του υλικού πολιτισμού του Βυζαντίου ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά[2] και πλέον ο σχετικός τομέας έρευνας γνωρίζει μεγάλη άνθηση τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Αποτέλεσμα των πολυάριθμων σχετικών δημοσιεύσεων είναι η συγκέντρωση πληθώρας δεδομένων από πολλές περιοχές της Μεσογείου.
[1] Για τη μεσοβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική, της οποίας η κατηγοριοποίηση προηγήθηκε της πρωτοβυζαντινής, σημειώνεται η μελέτη του D. Talbot Rice (D. Talbot Rice, Byzantine Glazed Pottery, London 1930) και η λίγο μεταγενέστερη, περισσότερο αναλυτική, δημοσίευση του Charles Morgan II (C. H. Morgan, II The Byzantine Pottery, Corinth vol. XI, Cambridge, Massachusetts 1942), η οποία συστηματοποίησε τη σχετική κατηγοριοποίηση. Για την καλής ποιότητας ερυθροβαφή κεραμική και τους αμφορείς της πρωτοβυζαντινής περιόδου σημειώνονται ενδεικτικά οι μελέτες του J. W. Hayes (J. W. Hayes, Late Roman Pottery, London 1972) και του J. Α. Riley, αντίστοιχα (J. A. Riley, «The Pottery from the First Session of Excavation in the Caesarea Hippodrome», Bulletin of the American Schools of Oriental Research 218 (1975), 25-63· J. A. Riley, «The Carthage System of Quantification of Pottery», στο: J. H. Humphrey (επιμ.), Excavations at Carthage 1975 Conducted by the University of Michigan, τόμ. 1, Tunisia 1976, 125-156· J. A. Riley, «The Coarse Pottery from Berenice», στο: J. A. Lloyd (επιμ.), Excavations at Sidi Khrebish Benghazi (Berenice), τόμ. 2, Libya Antiqua suppl. V.2, Tripoli 1979, 91-467).
[2] K. Dark, Byzantine Pottery, Gloucesteshire, Charleston 2001,7-8, 28-29· Α. Γ. Γιαγκάκη, «Η κεραμική στην Κρήτη τη μεσαιωνική και νεότερη εποχή: Σύντομη επισκόπηση της έρευνας», στο: Α. Γιαγκάκη, Ό. Γκράτζιου (επιμ.), Πανεπιστήμιο Κρήτης. Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Εκπαιδευτική Συλλογή Μεσαιωνικής και Νεότερης Κεραμικής. Κατάλογος, Ρέθυμνο 2012, 23-25· Π. Πετρίδης, Πρωτοβυζαντινή κεραμική του ελλαδικού χώρου, Αθήνα 2013, 19-25· Π. Πετρίδης, «Η ιστορία της έρευνας της βυζαντινής κεραμικής και τα νέα δεδομένα στην επιστήμη της κεραμολογίας», στο: Τριακοστό Τέταρτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων. Αθήνα, 9, 10 και 11 Μαΐου 2014. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Βασ. Σοφίας 22, Αθήνα, Αθήνα 2014, 110-111
Χαρακτηριστικά της ψηφιακής εφαρμογής και περιορισμοί της έρευνας
Προκαταρκτικά, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τη μέθοδο που ακολουθήθηκε στην αποδελτίωση, ως προς τα δεδομένα που εικονίζονται στους χάρτες και ως προς το περιεχόμενο της τράπεζας δεδομένων που τους υποστηρίζει, προκειμένου να είναι σαφές το είδος της πληροφορίας που τελικά, βάσει των διαθέσιμων, δημοσιευμένων στοιχείων, κατέστη δυνατό να απεικονιστεί, έχοντας πάντα υπόψη την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρησιμότητα του αποτελέσματος.
Μελέτες περίπτωσης για τη χαρτογράφηση των δεδομένων: Πελοπόννησος και Κρήτη
Ο χώρος της Πελοποννήσου επελέγη λόγω και του ιδιαίτερου και μακρόχρονου ενδιαφέροντος του ερευνητικού προγράμματος του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών «Ιστορική γεωγραφία του ελληνικού χώρου» για την ιστορία της[1], αλλά και λόγω του σχετικού δημοσιευμένου κεραμικού υλικού[2], που προσφέρει ένα ικανό δείγμα από τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο για τη διερεύνηση του θέματος, το οποίο προέρχεται από αρκετές διαφορετικές θέσεις και για όλην την περίοδο που μας απασχολεί (4ος-15ος αι.), σε σύγκριση με τα δεδομένα από άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Συμπληρωματικά, επελέγη και ο νησιωτικός χώρος της Κρήτης, καθώς αποτελεί μία άλλη περιοχή του αιγαιακού χώρου για την οποία τις τελευταίες δεκαετίες συσσωρεύεται πληθώρα δεδομένων σχετικά με την κεραμική της ρωμαϊκής, βυζαντινής και βενετικής εποχής. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην αποδελτίωση και καταγραφή των πληροφοριών για την κεραμική που απαντά στο νησί από τον 4ο και μέχρι και τον 16ο αι., προκειμένου να αποτελέσει ένα συγκρίσιμο δείγμα με τα δεδομένα της Πελοποννήσου. Δεδομένου του όγκου των σχετικών πληροφοριών που προέκυψαν από τις δύο αυτές γεωγραφικές ενότητες ειδικά για την Κρήτη έμφαση δόθηκε στην παρουσίαση των στοιχείων που υπάρχουν για παράκτιες θέσεις του νησιού ή θέσεις της ενδοχώρας του. Στόχος ήταν να αναδειχθούν οι ποικίλες κατηγορίες εισηγμένης σε αυτές κεραμικής για όλους τους υπό διερεύνηση αιώνες. Στο τρέχον έργο συμπεριλήφθηκαν και τα πολυάριθμα στοιχεία για την πόλη της Γόρτυνας. Μέσω των χαρτών που προέκυψαν από τις δύο μελέτες περίπτωσης μπορούν να συγκριθούν και να αντιπαραβληθούν τα δεδομένα για την κεραμική που απαντά σε αυτές τις περιοχές του ελλαδικού χώρου, αναδεικνύοντας κοινά δίκτυα και περιπτώσεις μεταξύ τους επικοινωνίας.
[1] Σχετικά με αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα και με επιμέρους δραστηριότητές του: http://www.eie.gr/nhrf/institutes/ibr/programmes/histgeo-gr.html (ημ. πρόσβ. 25/08/2014).
[2] Η σχετική βιβλιογραφία είναι πολυάριθμη, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που παρατίθενται στα λήμματα της οικείας βάσης δεδομένων. Βλ. συμπληρωματικά, και: Γιαγκάκη, «Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία και στη μελέτη της κεραμικής του 11ου-12ου αι., προοπτικές της έρευνας και επιβοηθητικά εργαλεία: Η συμβολή της χαρτογράφησης και της ανάλυσης δικτύων», Βυζαντινά Σύμμεικτα 25 (2015), 187-188· A. G. Yangaki, «Pottery of the Byzantine period, trade networks, mapping, network analysis: A case study», Journal of Archaeological Science. Reports 21 (2018), 1104-1106.
Για την αποδελτίωση των δημοσιευμένων πληροφοριών τα υπαρχοντα δεδομένα μεταφορτώθηκαν από την εφαρμογή που είχε δημιουργηθεί στο παλαιότερο έργο ΚΥΡΤΟΥ ΠΛΕΓΜΑΤΑ σε ειδικά σχεδιασμένη βάση δεδομένων στο HEURIST, όπου διατηρήθηκαν τα αντίστοιχα πεδία. Σε αυτήν καταχωρίστηκαν τα πρόσθετα στοιχεία, που αντλήθηκαν από τη συστηματική αποδελτίωση της βιβλιογραφίας, ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης, για την κεραμική από θέσεις της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Αυτά μεταφορτώθηκαν σε ειδικά για το πρόγραμμα σχεδιασμένη τράπεζα πληροφοριών χωρικών δεδομένων (mySQL), από όπου προέκυψε ένας ψηφιακός, διαδραστικός, γεωγραφικός άτλαντας μέσω χρήσης εφαρμογής γεωγραφικού πληροφοριακού συστήματος[1].
[1] Αναλυτικότερα και για άλλες προσπάθειες, στις οποίες υιοθετούνται ανάλογες εφαρμογές: Γιαγκάκη, «Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία», ό.π., 191-192 σημ. 120-123· Yangaki, «Pottery of the Byzantine period», ό.π., 1104-1106.
Κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης του υλικού και όταν ήταν έτοιμο προς επεξεργασία ένα μεγάλο μέρος του έγινε αντιληπτό ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια ως προς τον τρόπο παρουσίασής του στις εκάστοτε δημοσιεύσεις και σημειώθηκε η αναγκαιότητα χρήσης ορισμένων συμβάσεων ως προς την ψηφιακή παρουσίαση του υλικού και για την καλύτερη απεικόνισή του στην εν λόγω εφαρμογή. Καταγράφηκαν, δηλαδή, ορισμένα μεθοδολογικά ζητήματα που αποτυπώνονται στο περιεχόμενο της τράπεζας δεδομένων.
Κατ’ αρχήν, με δεδομένο ότι από ορισμένες θέσεις, όπως η αρχαία Κόρινθος, το Άργος, οι σχετικές με τη βυζαντινή κεραμική πληροφορίες είναι εξαιρετικά πολυάριθμες και προέρχονται από πολλούς διαφορετικούς ανασκαμμένους χώρους στην ευρύτερη περιοχή του αστικού χώρου, για λόγους διευκόλυνσης του χρήστη υιοθετήθηκε η χρήση ενός κοινού γεωγραφικού στίγματος για όλη την περιοχή. Με τον τρόπο αυτό ο χάρτης είναι πιο ευανάγνωστος, καθώς δεν προκύπτουν δεκάδες σημεία για τον ίδιο αστικό χώρο. Προκειμένου, όμως, να είναι σαφής ο χώρος από τον οποίο προήλθε το συγκεκριμένο υλικό, στο λήμμα «Παρατηρήσεις» σημειώθηκαν περαιτέρω στοιχεία ως προς την επιμέρους ανασκαφική ενότητα και τη θέση της. Σε διαφορετική περίπτωση, για κάθε επιμέρους ανασκαφική ενότητα θα υπήρχε ένα διαφορετικό γεωγραφικό στίγμα, κάτι που θα δυσχέραινε την αποτύπωση συνολικών πληροφοριών για μία γεωγραφική θέση. Αντίστοιχη πρακτική υιοθετήθηκε και για τις επιμέρους θέσεις μίας ευρύτερης περιοχής επιφανειακής έρευνας: σημειώνεται η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, με επιμέρους αναφορά της εκάστοτε θέσης στις «Παρατηρήσεις». Καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν παραδίδεται στις δημοσιεύσεις συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα για την κάθε θέση της επιφανειακής έρευνας, αυτές σημειώθηκαν με επιμέρους σύμβολα βάσει των αναλογικών χαρτών που συνοδεύουν την εκάστοτε δημοσίευση.
Επίσης, τα θραύσματα ή τα αγγεία καταγράφηκαν με αναφορά στο βασικό σχήμα, στο οποίο εντάσσονται και ακολούθησε και η τυπολογική τους κατάταξη, βάσει των συγκεκριμένων τύπων που αναγνωρίζονται (βλ. παρακάτω). Σύμφωνα με τις αναφορές που υπάρχουν σε βασικά σχήματα αγγείων, όπως αυτά σημειώνονται στις δημοσιεύσεις, το καταγεγραμμένο υλικό παρουσιάστηκε, κατόπιν, ομαδοποιημένο σε ευρείες κατηγορίες κεραμικής (Επιτραπέζια αγγεία, Μαγειρικά σκεύη, Αγγεία μεταφοράς και αποθήκευσης, Λύχνοι, Διάφορα), μέσω των οποίων μπορούν να γίνουν οι σχετικές αναζητήσεις με περαιτέρω συνδυασμό επιμέρους τύπων κεραμικών αγγείων.
Ακόμα, αν και τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι μελετητές έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένα συστήματα ταξινόμησης για την αναφορά στις πιο γνωστές και ευρέως διαδεδομένες κατηγορίες κεραμικής, αρκετές φορές και συνήθως σε δημοσιεύσεις παρελθόντων δεκαετιών που αφορούν σε υλικό κεραμικής από την Πελοπόννησο και την Κρήτη δεν υπάρχει σαφής ταύτιση των παραδειγμάτων που παρουσιάζονται με συγκεκριμένη κατηγορία κεραμικής. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και προκειμένου να υπάρχει ομοιογένεια στην απεικόνιση των στοιχείων, κρίθηκε πιο ορθολογικό, για λόγους ομοιογένειας, να χρησιμοποιηθούν στην καταγραφή των βασικών πληροφοριών οι εν γένει αποδεκτές τυπολογικές κατατάξεις που είναι σε ισχύ[1]. Σε αυτές προστίθεται η χρήση ονομασιών που έχουν παγιωθεί στην ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία για την περιγραφή άλλων κατηγοριών, μη περιλαμβανομένων στις προαναφερθείσες κατατάξεις. Δεδομένου ότι, όπως έχουν σημειώσει και άλλοι ερευνητές[2], είναι συχνές οι περιπτώσεις δημοσιεύσεων στις οποίες ένα σχήμα αγγείου αποδίδεται στον ευρύτερο τύπο μίας γνωστής τυπολογικής κατάταξης, χωρίς επιμέρους προσδιορισμό της υποκατηγορίας στην οποία το κάθε παράδειγμα ανήκει και, συχνά, χωρίς δυνατότητα άντλησης των σχετικών πληροφοριών, λόγω περιορισμένων στοιχείων στις δημοσιεύσεις, υιοθετήθηκε η παραπομπή στη γενική κατάταξη. Όπου μπόρεσαν με αρκετή ασφάλεια να εξαχθούν οι σχετικές επιμέρους πληροφορίες, επιπλέον λεπτομέρειες τυπολογίας παρατίθενται στο πεδίο: «Παρατηρήσεις». Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται και μεγαλύτερη ομοιομορφία στη χρησιμοποιούμενη ορολογία.
[1] Ως προς την καλής ποιότητας ερυθροβαφή κεραμική της πρωτοβυζαντινής περιόδου υιοθετήθηκε η τυπολογική κατάταξη του J. W. Hayes (Late Roman Pottery). Ως προς την εφυαλωμένη κεραμική της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου ακολουθήθηκε η κατάταξη του Ch. Morgan, II (The Byzantine Pottery, ό.π.) και για την απόδοσή της στα ελληνικά εκείνη που παρουσιάζεται στο: Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα 1999. Για την απόδοση στα ελληνικά της ορολογίας που αφορά σε εισηγμένες από τη Ιταλία κατηγορίες εφυαλωμένης κεραμικής: Α. Γ. Γιαγκάκη, Εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» στην Ακροναυπλία (11ος-17ος αι.) (ΕΙΕ / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Τμήμα Βυζαντινών Ερευνών, Ερευνητική Βιβλιοθήκη 7), Αθήνα 2012. Ως προς την τυπολογία των αμφορέων υιοθετήθηκαν για την πρωτοβυζαντινή και τη μεσοβυζαντινή περίοδο οι κατατάξεις του J. A. Riley («The Pottery from the First Session», ό.π., 25-63· «The Carthage System of Quantification of Pottery», 125-156· «The Coarse Pottery from Berenice», ό.π., 91-467) και N. Günsenin (N. Günsenin, «Recherches sur les amphores byzantines dans les musées turcs», στο: V. Déroche, J.-M. Spieser (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine [Bulletin de Correspondance Hellénique suppl. XVIII], Athènes, Paris 1989, 267-276) και του J. W. Hayes (J. W. Hayes, Excavations at Saraçhane in Istanbul, τόμ. 2, The Pottery, Princeton 1992, 61-78), αντίστοιχα.
[2] Είναι ενδεικτικές οι παρατηρήσεις της Στ. Δεμέστιχα, αναφορικά με την αναγνώριση των επιμέρους παραλλαγών του υστερορωμαϊκού αμφορέα 1 (S. Demesticha, «Amphora Typologies, Distribution, and Trade Patterns: The Case of the Cypriot LR1 Amphorae», στο: M. L. Lawall, J. Lund (επιμ.), The Transport Amphorae and Trade of Cyprus [Gösta Enbom Monographs 3], Aarhus 2013, 171-175).
Επιπλέον, το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος στρέφεται, όπως προαναφέρθηκε, στην αποτύπωση των εμπορικών επαφών θέσεων της Πελοποννήσου και της Κρήτης με άλλες περιοχές. Αυτές μπορούν να διερευνηθούν μέσω της μελέτης της εισηγμένης στην κάθε θέση κεραμικής. Άλλωστε, ας σημειωθεί ότι τα σχετικά δημοσιευμένα δεδομένα δίνουν κυρίως έμφαση στην παρουσίαση παραδειγμάτων της εισηγμένης σε μία θέση παραγωγής, δηλαδή κατεξοχήν στην καλής ποιότητας, επιτραπέζια κεραμική και στους αμφορείς και στα λυχνάρια. Είναι εξαιρετικά περιορισμένα τα στοιχεία για άλλες κατηγορίες κεραμικής που μπορούσαν εξίσου να έχουν αποτελέσει αντικείμενο εμπορίου, όπως τα μαγειρικά σκεύη. Γι’ αυτό απομονώθηκαν και παρατίθενται μόνον οι πληροφορίες που αφορούν στα προαναφερθέντα είδη εισηγμένης κεραμικής (καλής ποιότητας επιτραπέζια κεραμική, αμφορείς, λυχνάρια) και, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και των μαγειρικών σκευών ή πολύ χαρακτηριστικών κατηγοριών κοινής κεραμικής, για τις οποίες υπάρχουν από τη βιβλιογραφία πληροφορίες ότι μπορούν να συσχετιστούν με συγκεκριμένα κέντρα παραγωγής, διαφορετικά από τις πελοποννησιακές θέσεις στις οποίες αυτά απαντούν. Δεν καταγράφηκαν κατηγορίες για τις οποίες έχουν διατυπωθεί απόψεις ότι πιθανόν αποτελούσαν τοπικά προϊόντα πελοποννησιακών θέσεων, στις οποίες αυτές απαντούν ή κατηγορίες για τις οποίες οι μελετητές του υλικού δεν σημειώνουν εάν αποτελούν εισηγμένα ή τοπικά παραδείγματα. Ειδικά ως προς τα πήλινα λυχνάρια, είναι κοινή η κατασκευή λυχναριών εκτός της βασικής ζώνης παραγωγής τους, δηλαδή σε ποικίλα περιφερειακά εργαστήρια λυχνοποιών που ακολουθούν μορφολογικά μία συγκεκριμένη, ευρέως διαδεδομένη κατηγορία (όπως, για παράδειγμα, στα λυχνάρια του λεγόμενου «Βορειοαφρικανικού τύπου»). Επιπλέον, στις περισσότερες από τις δημοσιεύσεις δεν καθίσταται σαφές εάν τα παραδείγματα αναγνωρίζονται ως εισαγόμενα ή ως τοπικά προϊόντα. Έχοντας αυτά υπόψη, καταγράφηκαν μόνον εκείνα τα παραδείγματα για τα οποία υπήρχε διατυπωμένη η άποψη ότι είχαν εισαχθεί στην εκάστοτε θέση.
Διευκρινίζεται, ακόμα, ως προς το περιεχόμενο, ότι στις περισσότερες δημοσιεύσεις είτε παρουσιάζεται επιλεκτικά ένα δείγμα από την κεραμική μίας θέσης ή μίας ανασκαφικής περιοχής –συνήθως με έμφαση στα διαγνωστικά παραδείγματα (δηλαδή στην καλής ποιότητας ερυθροβαφή κεραμική της πρωτοβυζαντινής περιόδου ή στην εφυαλωμένη κεραμική της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου ή στους αμφορείς)–, είτε δεν παραδίδονται σαφή ανασκαφικά στοιχεία για τη χρονολόγηση της κεραμικής και αυτή χρονολογείται, κατ’ αναλογία, με βάση συγκριτικό υλικό άλλων θέσεων, είτε, στο πλαίσιο μίας πρώτης παρουσίασης ενός υλικού, δεν παραδίδονται σαφή στοιχεία για την ποσότητα που αντιπροσωπεύει η κάθε κατηγορία κεραμικής σε συγκεκριμένα σύνολα. Μάλιστα, ως προς αυτό, σημειώνεται μία διαβάθμιση στο είδος της πληροφορίας, καθώς είτε η ποσότητα δεν σημειώνεται καθόλου, είτε σημειώνεται με σχετικό τρόπο, όταν, για παράδειγμα, εκτός από τα πιο χαρακτηριστικά όστρακα που παρουσιάζονται σε έναν κατάλογο αναλυτικά γίνεται μνεία, με σχετικούς αριθμούς, σε άλλα, αντίστοιχα που επίσης χαρακτηρίζουν το υπό εξέταση σύνολο. Δεν υπάρχει όμως μία συνολική σχετική ποσοτική εξέταση του δείγματος ή μία σαφής παρατήρηση ως προς το εάν η όποια ποσότητα αναφέρεται αντιπροσωπεύει πράγματι το σύνολο, με αποτέλεσμα οι ενδεικτικές αυτές ποσότητες να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Σε ελάχιστες περιπτώσεις παραδίδονται αναλυτικά ποσοτικά δεδομένα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια. Βάσει των παραπάνω, με κοινό τρόπο απεικόνισης σημειώνεται ότι ο εντοπισμός μίας κατηγορίας κεραμικής σε διαφορετικές θέσεις[1]. Αναγράφεται, συμπληρωματικά, η ένδειξη: Α, Β και Γ, προς ενημέρωση του χρήστη για το εάν, αντίστοιχα, στη δημοσίευση δεν δίδονται καθόλου ποσοτικές πληροφορίες, εάν αυτές είναι σχετικές, δηλαδή όχι ιδιαίτερα σαφείς, ή εάν είναι λεπτομερείς. Επομένως, με δεδομένο τον συγκεκριμένο περιορισμό των στοιχείων της έρευνας, ο χρήστης της εφαρμογής θα πρέπει να λάβει υπόψη του την πιθανότητα μερικά από τα εικονιζόμενα στοιχεία να αναφέρονται σε μεμονωμένα δείγματα και να μην πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνευθούν ως ενδείξεις οργανωμένης εμπορικής δραστηριότητας, αλλά απλώς ως καταγραφές που οδηγούν στη λεπτομερή αποτύπωση της διάχυσης μίας κατηγορίας κεραμικής στον πελοποννησιακό χώρο. Ανάλογοι κίνδυνοι έχουν, κατά το παρελθόν, επισημανθεί και για τα στοιχεία που εικονίζονται στους αναλογικούς χάρτες[2]. Ο χρήστης θα πρέπει να συμβουλευτεί τη συγκεκριμένη δημοσίευση, για να βεβαιώσει το είδος της ποσοτικής πληροφορίας που παρέχεται.
Ως προς τη χρονολόγηση, σημειώθηκε εκείνη που παραδίδεται από την εκάστοτε δημοσίευση. Όμως, σε περιπτώσεις ύπαρξης νεότερων δημοσιεύσεων, που αναθεωρούν τις σχετικές χρονολογήσεις, η αντίστοιχη χρονολογική ένδειξη προσαρμόστηκε στις τελευταίες (σχετικές περιπτώσεις εντοπίστηκαν στο υλικό από την αρχαία Κόρινθο και από θέσεις της Κρήτης). Σχετικός σχολιασμός και βιβλιογραφία παρατίθενται στο λήμμα «Παρατηρήσεις». Ακόμα, για τις περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες η προτεινόμενη από τη δημοσίευση χρονολόγηση οδηγεί σε αμφιβολίες, σε σύγκριση με τα γενικά δεδομένα που υπάρχουν για τη χρονολόγηση συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής, χρησιμοποιήθηκε το σημείο στίξης του ερωτηματικού, για να δηλώσει την παρατήρηση.
[1] Για τη χρήση συμβόλων απεικόνισης που με μεγάλη σαφήνεια παραδίδουν ποσοτικά δεδομένα για την κεραμική της πρωτοβυζαντινής εποχής ένα πρόσφατο παράδειγμα προέρχεται από επιφανειακή έρευνα στην Κύπρο (K. Winther-Jacobsen, «Supply Mechanisms at Non-agricultural Production Sites. Economic Modelling in Late Roman Cyprus», στο: M. L. Lawall, J. Lund (επιμ.), The Transport Amphorae and Trade of Cyprus [Gösta Enbom Monographs 3], Aarhus 2013, 203-207 με εικ. 1). Σε αυτήν, πάντως, την περίπτωση πρόκειται για έρευνα σε πρωτογενές υλικό κεραμικής.
[2] Για την έλλειψη συστηματικής παράθεσης ποσοτικών δεδομένων και ό,τι αυτή συνεπάγεται βλ. και: J. Dimopoulos, «Byzantine Graffito Wares excavated in Sparta (12th – 13th Centuries», στο: B. Böhlendorf-Arslan, A. O. Uysal, J. Witte-Orr (επιμ.), Çanak. Late Antique and Medieval Pottery and Tiles in Mediterranean Archaeological Contexts (BYZAS 7), Istanbul 2007, 345· I. Dimopoulos, «Trade of Byzantine Red Wares, end of the 11th-13th centuries», στο: M. Mundell Mango (επιμ.), Byzantine Trade 4th-12th Centuries. The Archaeology of Local, Regional and International Exchange. Papers of the Thirty-eighth Spring Symposium of Byzantine Studies, St John’s College, University of Oxford, March 2004 (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 14), Farnham, Burlington 2009, 185· François, «Représenter le commerce», 36. Βλ. και: Γιαγκάκη, Εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» στην Ακροναυπλία, ό.π., 112.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ως προς την απεικόνιση μέσω της εφαρμογής εμπορικών «δικτύων», διευκρινίζεται ότι τα δεδομένα που απεικονίζονται δεν φιλοδοξούν να εικονογραφήσουν τον στενό ορισμό του εμπορικού δικτύου. Αντίθετα, σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της διερεύνησης των εμπορικών επαφών μεταξύ διαφορετικών θέσεων με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, η χρήση του όρου είναι πιο γενική, συχνά ως συνώνυμο της επικοινωνίας, ύπαρξης «κόμβων» και μεταξύ τους «δεσμών», εν προκειμένω θέσεων που συνδέονται μεταξύ τους γιατί παρουσιάζουν κοινές κατηγορίες κεραμικής[1]. Περαιτέρω επεξεργασία του δείγματος και συνδυασμός με τις γραπτές πηγές είναι πιθανό να οδηγήσει σε συμπεράσματα που θα στοχεύουν στην ανάδειξη λεπτομερών εμπορικών δικτύων.
Για την αποτύπωση και αναγνώριση «δικτύων», όπως αυτά προσδιορίστηκαν προηγουμένως, χρειάζονται προφανώς δύο κόμβοι, ο κόμβος που αντιστοιχεί στον τόπο εύρεσης και ο κόμβος που αντιστοιχεί στον χώρο προέλευσης. Παρόλ’ αυτά, οι αρχαιολογικές ενδείξεις για τον εντοπισμό εργαστηρίων παραγωγής συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής σε περιοχές της βυζαντινής επικράτειας παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες σε αριθμό. Ακόμα λιγότερα είναι τα στοιχεία που αφορούν στη με βεβαιότητα αναγνώριση των προϊόντων τους σε θέσεις κατανάλωσής τους. Από την άλλη, οι προαναφερθείσες κατηγορίες κεραμικής θεωρούνται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ότι αντιπροσωπεύουν εισαγωγές κεραμικής στις εκάστοτε πελοποννησιακές και κρητικές θέσεις, με δεδομένες τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την προέλευσή τους. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις αυτές έχουν επιβεβαιωθεί βάσει αρχαιολογικών ή αρχαιομετρικών δεδομένων. Επομένως, η δήλωση του σχετικού δικτύου γίνεται κατά προσέγγιση, δηλαδή ως τόπος παραγωγής συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής υποδεικνύεται μία ευρύτερη ζώνη, στην οποία έχει θεωρηθεί ή αποδειχθεί από την έρευνα ότι θα πρέπει να αναζητηθεί το ή τα κέντρα παραγωγής τους. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες πρωτομαγιόλικα και αρχαϊκή μαγιόλικα έχει επιβεβαιωθεί ότι παράγονταν σε θέσεις της Νότιας και Βόρειας-Κεντρικής Ιταλίας, αντίστοιχα, χωρίς, όμως, να είναι δυνατόν ακόμα τα παραδείγματα από την Πελοπόννησο να αποδοθούν σε συγκεκριμένα κέντρα της Ιταλίας. Επομένως, επελέγησαν δύο ευρύτερες ζώνες για να ορίσουν το γενικό χώρο προέλευσης των παραδειγμάτων και συμβατικά ορίστηκε το αντίστοιχο γεωγραφικό στίγμα. Ακόμα, η ευρεία ομάδα της μεσοβυζαντινής εφυαλωμένης κεραμικής περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες και έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την έρευνα. Ως προς την παραγωγή της έχει υποστηριχτεί ότι παράλληλα με ένα βασικό και προφανώς καλά οργανωμένο κέντρο που τροφοδοτούσε γειτονικές και απομακρυσμένες αγορές με τα προϊόντα του και πρόσφατα θεωρήθηκε ότι εντοπίζεται στην περιοχή της Χαλκίδας[2], αναγνωρίζονται και επιμέρους κέντρα παραγωγής[3]. Η διάχυση της παραγωγής τους σε άλλες θέσεις δεν μπορεί ακόμα να αποδειχτεί με βεβαιότητα στις περισσότερες των περιπτώσεων. Με βάση τα δεδομένα αυτά, επελέγη συμβατικά ένα κύριο στίγμα για την προέλευση αυτών των κεραμικών, τοποθετημένο στον αιγαιακό χώρο, κοντά στην περιοχή της Χαλκίδας που θεωρείται ένα πολύ σημαντικό κέντρο παραγωγής. Αντίστοιχα, η πρωτοβυζαντινή ερυθροβαφής κεραμική της Βόρειας Αφρικής παραγόταν σε πολλά διαφορετικά κέντρα της συγκεκριμένης περιοχής, πολλά από τα οποία μας είναι γνωστά, χωρίς όμως να μπορούν οι εισαγωγές στην Πελοπόννησο να συσχετιστούν με συγκεκριμένο κέντρο. Επομένως, ο ευρύτερος χώρος της Βόρειας Αφρικής ορίζεται ως τόπος προέλευσής τους. Υιοθετείται, δηλαδή, η προσέγγιση που ακολουθείται από τη σύγχρονη έρευνα[4], στην προσπάθεια ανασύστασης των εμπορικών επαφών μεταξύ θέσεων της Μεσογείου, με τη διαφορά ότι τα σχετικά στοιχεία αποτυπώνονται σε χάρτη. Υπάρχουν, ακόμα, και κατηγορίες κεραμικής, για τις οποίες η έρευνα δεν διαθέτει ακόμα στοιχεία για τον ή τους τόπους παραγωγής τους, παρά το ότι θεωρούνται γενικά εισηγμένες στις περιοχές στις οποίες εντοπίζονται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το σχετικό υλικό καταγράφηκε, χωρίς να συσχετίζεται με συγκεκριμένη περιοχή παραγωγής, προκειμένου να δηλωθεί η παρουσία του στην εκάστοτε θέση και με την ελπίδα οι μελλοντικές έρευνες να δώσουν στοιχεία για την προέλευσή του.
[1] Για περισσότερες λεπτομέρειες για όλα τα παραπάνω βλ. Γιαγκάκη, «Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία», ό.π., 188-199.
[2] S. Y. Waksman, N. D. Kontogiannis, S. S. Skartsis, G. Vaxevanis, «The Main “Middle Byzantine Production” and Pottery Manufacture in Thebes and Chalcis», The Annual of the British School at Athens 109 (2014), 379-422.
[3] Βλ. ενδεικτικά: G. D. R. Sanders, «Παραγωγή των εργαστηρίων της Κορίνθου», στο: Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά, 162· G. D. R. Sanders, «Recent Developments in the Chronology of Byzantine Corinth» στο: C. K. Williams, II, N. Bookidis (επιμ.), Corinth, The Centenary 1896-1996. Corinth vol. XX, The American School of Classical Studies at Athens 2003, 388-395· O. Vassi, «An Unglazed Ware Pottery Workshop in Twelfth-Century Lakonia», BSA 88 (1993) 292· Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, «Εργαστήρια εφυαλωμένης κεραμικής στο βυζαντινό κόσμο», στο: X. Μπακιρτζής (επιμ.), 7ο Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, Θεσσαλονίκη, 11-16 Οκτωβρίου 1999, Πρακτικά, Αθήνα 2003, 53· Α. Οικονόμου-Laniado, «Βυζαντινή κεραμική από το Άργος (12ος-13ος αιώνας)», στο: Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Α΄ αρχαιολογική σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, ΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Πρακτικά, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996, Αθήνα 2006, 346· Dimopoulos, «Byzantine Graffito Wares», ό.π., 336, 339.
[4] Βλ. για ένα χαρακτηριστικό, πρόσφατο, παράδειγμα, τη μελέτη της J. Vroom (J.Vroom, «The Morea and its links with Southern Italy after AD 1204: ceramics and identity», Archeologia Medievale XXXVIII (2011) 413-419 και ειδικά πίν. 2a-b-5), όπου για τη διερεύνηση των εμπορικών επαφών η παραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής συσχετίζεται με ευρείες γεωγραφικές περιοχές.