Δεδομένα της ψηφιακής εφαρμογής

Από την πληθώρα των δεδομένων που κατέστη δυνατό να αποδελτιωθούν προέρχονται πολυάριθμες πληροφορίες για τις εισηγμένες, σε θέσεις της Πελοποννήσου και της Κρήτης, κατηγορίες κεραμικής από τον 4ο και μέχρι και τα μέσα του 15ου αι. ή και τον 16ο αι., αντίστοιχα Από την αποδελτίωση του σχετικού υλικού καθίσταται σαφές ότι εκτός από την περιοχή της Κορίνθου, η οποία μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον των μελετητών λόγω των πολυάριθμων συστηματικά δημοσιευμένων ευρημάτων από τις μακροχρόνιες ανασκαφές στην περιοχή από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, αποτελώντας θέση-αναφοράς για τον πελοποννησιακό χώρο, αναδεικνύονται και άλλες θέσεις. Από αυτές σημειώνονται ευρήματα τόσο από την πρωτοβυζαντινή περίοδο, όσο και από τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή, αλλά και από την περίοδο των λεγόμενων «μεταβατικών» χρόνων (των «Σκοτεινών» αιώνων) του Βυζαντίου. Πολυάριθμα και σημαντικά είναι τα ευρήματα από επιμέρους θέσεις, μικρής ή μεγάλης έκτασης, που ήρθαν στο φως μέσα από τις επιφανειακές έρευνες στις εν λόγω περιοχές, όπως, για παράδειγμα, στις περιοχές γύρω από τη Σικυώνα, τα Μέθανα, την Ασέα, το Μπερμπάτι, τη Σπάρτη, την Πύλο κ.ά. Με τη χαρτογραφική τους απεικόνιση ευνοείται η αποτύπωση μίας συνολικής εικόνας για την κεραμική που κυκλοφορούσε όχι μόνο σε μία συγκεκριμένη θέση με ανεπτυγμένο αστικό χαρακτήρα, αλλά και στην ενδοχώρα γύρω από αυτήν, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Ευνοείται, άρα, η διατύπωση περισσότερο λεπτομερών και όχι γενικών, όπως γίνεται συχνά, συμπερασμάτων για το πλέγμα επικοινωνιών περισσότερο ή λιγότερο γειτονικών θέσεων μεταξύ τους. Μάλιστα, η εν λόγω διερεύνηση γίνεται διαχρονικά, σε ό,τι αφορά στη βυζαντινή εποχή, από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια μέχρι και τον 15ο αι. Με αυτόν τον τρόπο τίθεται στη διάθεση των ερευνητών ένας όγκος πληροφοριών, από τον οποίο υποβάλλοντας τα κατάλληλα ερωτήματα μπορούν να αντλήσουν χρήσιμα στοιχεία για τις μεταβολές στην κυκλοφορία της εισηγμένης κεραμικής με την πάροδο των αιώνων.

Πολλοί από τους προγραμματικούς στόχους φαίνεται, επομένως, να έχουν επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Από αυτήν την καταγραφή, αναδεικνύεται ο ρόλος θέσεων της Πελοποννήσου και της Κρήτης τόσο στο διεθνές εμπόριο, ένα θέμα που κυρίως έχει, μέχρι σήμερα, απασχολήσει τους ερευνητές, αλλά, και το πιο σημαντικό, στο περιφερειακό και, ιδίως, στο μικρής κλίμακας, τοπικό εμπόριο μεταξύ πελοποννησιακών, κυρίως, θέσεων. Αυτή η πτυχή δεν είχε μπορέσει να αναδειχθεί ιδιαίτερα μέχρι σήμερα, κυρίως γιατί απουσίαζε η συστηματική αποδελτίωση των δεδομένων. Επιπλέον, παρουσιάζονται στοιχεία που δείχνουν εμφανώς τη σημαντική θέση της Πελοποννήσου και της Κρήτης και επιμέρους περιοχών στο διεθνές και περιφερειακό εμπόριο και κατά τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου, μίας εποχής για την οποία σχετικές με τις περιοχές, συνθετικές μελέτες λείπουν. Αντίθετα, ανάλογες προσπάθειες έχουν ξεκινήσει να γίνονται αναφορικά με την αντίστοιχη θέση της Πελοποννήσου στη διάρκεια της περιόδου της Λατινικής κυριαρχίας[1]. Παράλληλα, αναδεικνύεται η διασπορά της εισηγμένης κεραμικής και σε δυσπρόσιτες θέσεις. Απεικονίζεται, επίσης, με σαφή τρόπο η διαφοροποίηση στις ζώνες από τις οποίες εισάγονταν κεραμικά προϊόντα στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, ως αποτέλεσμα, βέβαια, και των διαφορετικών ιστορικών συνθηκών στη διάρκεια των υπό διερεύνηση αιώνων: για παράδειγμα, οι επαφές με θέσεις της Βόρειας Αφρικής και των ακτών της Μικράς Ασίας στη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου, αντικαθίστανται με επαφές με θέσεις της ιταλικής χερσονήσου στη διάρκεια των πρώτων αιώνων της περιόδου της λατινικής κυριαρχίας. Το υλικό μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση στη βιβλιογραφία που παρατίθεται, με στόχο συνθετικές προσεγγίσεις.

[1] Βλ. ενδεικτικά: J.Vroom, «The Morea and its links with Southern Italy after AD 1204: ceramics and identity», Archeologia Medievale XXXVIII (2011), 409-430.