Προσπάθειες αναλογικής και ψηφιακής χαρτογράφησης για τη διασπορά της κεραμικής
Από το 1930 και μετά υπήρξαν αρκετές προσπάθειες αναλογικής χαρτογράφησης των θέσεων της ανατολικής Μεσογείου, όπου απαντά κεραμική της βυζαντινής εποχής. Στόχος τους ήταν να αποτυπωθεί πιο διακριτά η διάχυση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ή τύπου κεραμικής[1]. Ως προς την επιλογή της χαρτογράφησης για την αποτύπωση των δεδομένων και για την καλύτερη κατανόηση της διάχυσης της κεραμικής, αυτή έχει το πλεονέκτημα να αναδεικνύει με σαφήνεια τις περιοχές κύριας κυκλοφορίας συγκεκριμένων παραγωγών, τη συμπληρωματική ή μη παρουσία σύγχρονων παραγωγών σε συγκεκριμένες περιοχές, απεικονίζοντας με εύγλωττο τρόπο τα δεδομένα. Κυρίως, όμως, αποτυπώνοντας ευκρινώς τα δεδομένα σε χάρτη καθίστανται σαφή τα όρια της έως τώρα έρευνας και του συγκεκριμένου «εργαλείου», αναδεικνύονται οι ανισότητες στην εκπροσώπηση συγκεκριμένων περιοχών και γεννιούνται νέες προβληματικές, τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει η μελλοντική έρευνα[2]. Στα πλεονεκτήματα της χαρτογράφησης καταγράφονται τόσο η εύγλωττη απεικόνιση της διάχυσης μίας συγκεκριμένης κατηγορίας κεραμικής στον κάθε χώρο και, κατ’ επέκταση, των διαφοροποιήσεων στις κατηγορίες κεραμικής που απαντούν σε αυτόν, ανάλογα με τη διαφορετική περίοδο, όσο και η ανάδειξη του μεγέθους και της σημασίας συγκεκριμένων περιοχών παραγωγής κεραμικής, μέσα από την παρουσίαση της διάχυσης των προϊόντων της. Παράλληλα, μέσα από τους χάρτες, προβάλλονται καλύτερα οι ενδείξεις για την παράλληλη παρουσία στις ίδιες θέσεις σύγχρονων παραγωγών (όπως η κεραμική του «Ζευξίππου» και κεραμική του «Αιγαίου»), θέτοντας περαιτέρω ερωτήματα διερεύνησης ενδεχόμενης ύπαρξης κοινού εμπορικού δικτύου διάδοσης συγκεκριμένων παραγωγών[3]. Σε δεύτερο επίπεδο, μέσα από αυτούς, παρέχεται η δυνατότητα συστηματικότερης διερεύνησης του κοινού στο οποίο στόχευαν συγκεκριμένες παραγωγές, των χρηστών τους, δηλαδή, μέσα από τον επιπλέον σχολιασμό του ιδιαίτερου χαρακτήρα που πιθανόν έχουν συγκεκριμένες θέσεις (σημαντικά αστικά κέντρα, στρατιωτικές ή μοναστηριακές εγκαταστάσεις, κάστρα, χωριά κ.λπ.)[4]. Στην ουσία, δηλαδή, μέσα από τη συστηματοποίηση της χαρτογράφησης παρέχονται συμπληρωματικές πληροφορίες για τα περισσότερα από τα βασικά ερωτήματα της μελέτης της κεραμικής και όχι μόνον για αυτούς καθεαυτούς τους εμπορικούς δρόμους.
Βέβαια, το εργαλείο έχει και αρκετούς περιορισμούς που πηγάζουν από τα όρια της ίδιας της αρχαιολογικής έρευνας: α) την δυσκολία αποτύπωσης ποσοτικών δεδομένων για το σύνολο του υλικού, β) την ανισότητα στον αριθμό περιοχών που εκπροσωπούνται από κάθε γεωγραφική ζώνη, γ) την προέλευση των στοιχείων σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από κέντρα κατανάλωσης και όχι και από κέντρα παραγωγής. Παρόλ’ αυτά, η συστηματική υιοθέτησή της προσφέρει μία πλούσια βάση δεδομένων. Όταν τα στοιχεία που παρέχει για τη διάχυση συγκεκριμένων παραγωγών συνδυαστούν με άλλες πληροφορίες που αντλούνται από την πολιτική ή οικονομική ιστορία, όταν, δηλαδή, επιχειρηθεί η ερμηνεία τους, τότε μπορεί να προσεγγιστούν οι τρόποι αυτής της διάδοσης και ο ρόλος συγκεκριμένων θέσεων ή ομάδων ανθρώπων σε αυτές[5].
Ως εξέλιξη της χαρτογράφησης προτείνεται η ψηφιακή μορφή χαρτογράφησης, που καταλήγει στη συγκεκριμένη διαδραστική υποδομή με ποικίλα πλεονεκτήματα έναντι της αναλογικής: Η ψηφιακή, διαδικτυακή εφαρμογή επιτρέπει στο χρήστη να χρησιμοποιεί τουλάχιστον δύο βασικά κριτήρια πλοήγησης ή αναζήτησης (τον τόπο, τη χρονική περίοδο και την κατηγορία κεραμικής), με τις αλλαγές να αντανακλώνται στον εκάστοτε χάρτη που θα προκύπτει, ενώ σε έναν απλό, στατικό χάρτη, δύσκολα μπορεί να αναδειχθεί ο κάθε τόπος και τα γνωρίσματα της κεραμικής που απαντά εκεί. Επίσης, συνοδεύεται με επιπλέον πληροφορίες για τις βιβλιογραφικές πηγές, από τις οποίες προήλθαν τα δεδομένα που αποτυπώνονται στους διαδραστικούς χάρτες. Ακόμα, με τη χρήση των γεωγραφικών πληροφοριακών συστημάτων ο γεωγραφικός χάρτης με το φυσικό ανάγλυφο είναι μία σταθερή βάση, πάνω στην οποία μπορούν αργότερα να προστεθούν και άλλες μεταβλητές[6]. Κατά συνέπεια, βασικά γνωρίσματα της κάθε θέσης, όπως η γειτνίασή της με φυσικούς πόρους ή άλλες θέσεις μπορούν να γίνουν άμεσα αντιληπτά. Επιπλέον, πίσω από τη δημιουργία του υπάρχουν τα δεδομένα μίας τράπεζας δεδομένων, στα οποία μπορεί να υπάρχει πρόσβαση και των οποίων η επικαιροποίηση, για ενημέρωση, διόρθωση ή συμπλήρωση, είναι άμεσα εφικτή. Η ψηφιακή υποδομή είναι, επομένως, πιο εύχρηστη και προσφέρει πολλαπλά επίπεδα έρευνας και πληροφόρησης.
[1] Η πρώτη προσπάθεια αναλογικής χαρτογράφησης επιχειρήθηκε από τον D. Talbot Rice (D. Talbot Rice, Byzantine Glazed Pottery, London 1930, 80-81 και συνοδευτικός χάρτης). Για άλλες προσπάθειες βλ. συγκεντρωτικά: Α. Γ. Γιαγκάκη, «Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία και στη μελέτη της κεραμικής του 11ου-12ου αι., προοπτικές της έρευνας και επιβοηθητικά εργαλεία: Η συμβολή της χαρτογράφησης και της ανάλυσης δικτύων», Βυζαντινά Σύμμεικτα 25 (2015), 155-209· A. G. Yangaki, «Pottery of the Byzantine period, trade networks, mapping, network analysis: A case study», Journal of Archaeological Science. Reports 21 (2018), 1104-1006.
[2] Ενδεικτικά, για τη σημασία των χαρτών: B. Fuerst-Bjeliš, «Imaging the Past: Cartography and Multicultural Realities of Croatian Borderlands», στο: C. Bateira (επιμ.), Cartography – A Tool for Spatial Analysis, Rijeka 2012, 295-296.
[3] Αναλυτικότερα για τη χαρτογράφηση των δεδομένων και τη χρησιμότητά της στη μελέτη της βυζαντινής κεραμικής βλ. Γιαγκάκη, «Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία», ό.π., 184-195· Yangaki, «Pottery of the Byzantine period», ό.π., 1104-1006.
[4] Για μία πρώτη σχετική προσπάθεια ερμηνείας που εκπορεύεται από τη δημιουργία ψηφιακών χαρτών με χρήση του προγράμματος Adobe Illustrator βλ. V. François, «Représenter le commerce de la poterie à Byzance», στο: É. Malamut, M. Ouerfelli (επιμ.), Les échanges en Méditerranée médiévale. Marqueurs, réseaux, circulations; Contacts, Aix-en-Provence 2012, 43-47, χάρτες 9-10.
[5] Βλ. σχετικά και: Γιαγκάκη, «Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία», ό.π, 185-186· Yangaki, «Pottery of the Byzantine period», ό.π., 1104-1106.
[6] Ε. Σιμώνη, Α. Ανδρινόπουλος, «Η εφαρμογή γεωγραφικού πληροφοριακού συστήματος στην αρχαιολογική έρευνα της Δυτικής Αχαϊας», στο: Α. Δ. Ριζάκης (επιμ.), Αχαϊκό τοπίο ΙΙ. Δύμη και Δυμαία χώρα (Μελετήματα 29), Αθήνα 2000, 158.